- ατιμαγέλης
- ἀτιμαγέλης, ο (Α)ο ταύρος που εγκαταλείπει την αγέλη και βόσκει μόνος του, κυρίως κατά την περίοδο της οχείας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀτιμαγέλης — ἀτῑμαγέλης , ἀτιμαγέλης despising the herd masc nom sg ἀ̱τῑμαγέλης , ἀτιμαγελέω forsake the herd imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀτῑμαγέλης , ἀτιμαγελέω forsake the herd imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτιμαγέλαι — ἀτῑμαγέλαι , ἀτιμαγέλης despising the herd masc nom/voc pl ἀτῑμαγέλᾱͅ , ἀτιμαγέλης despising the herd masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτιμαγέλας — ἀτῑμαγέλᾱς , ἀτιμαγέλης despising the herd masc acc pl ἀτῑμαγέλᾱς , ἀτιμαγέλης despising the herd masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατιμαγελώ — ἀτιμαγελῶ ( έω) (Α) (για ταύρο) γίνομαι ατιμαγέλης, εγκαταλείπω την αγέλη … Dictionary of Greek
ἀτιμαγέλου — ἀτῑμαγέλου , ἀτιμαγέλης despising the herd masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)